χυτρεύς
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
έως, ὁ, potter, Pl.R.421d, Tht.147a, Eustr. in APo. 158.13.
German (Pape)
[Seite 1385] ὁ, der Töpfer; Plat. pheaet. 147 a Rep. IV, 421 d; sprichwörtlich χυτρέα χυτρεῖ κοτέειν, Themist., nach Hes. O. 25 κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει.
Greek (Liddell-Scott)
χυτρεύς: έως, ὁ, ὁ κατασκευάζων χύτρας, «τσουκαλᾶς», Λατ. figulus, Πλάτ. Πολ. 421D, Θεαίτ. 147Α.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
potier.
Étymologie: χύτρα, χύτρος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει χύτρες, τσουκαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -εύς].
Greek Monotonic
χυτρεύς: -έως, ὁ (χύτρα), αγγειοπλάστης, Λατ. figulus, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χυτρεύς: έως ὁ горшечник, гончар Plat.