ψόα
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
or ψύα, ἡ, more freq. in plural ψόαι or ψύαι, muscles of the loins (cf. ἀλώπηξ IV), Hp.Art.45 (ψύας codd.MV), Nat.Hom.ΙΙ (ψόας), cf. Oss. 18 (ψύαν), Morb.Sacr.3 (ψύην), and LXX Le.3.9, 2 Ki.2.23, Ps.37(38).8, al.; ψύαι Euphro 7, Clearch.72, Aret.CD2.3 (but ψόαι Id.SD2.3); acc. pl. ψοιάς (v.l. ψύας, ψυάς) Polybus ap.Arist.HA512b21: ψόα LXX Le. l.c. and three times in cod. Vat. of 2 Ki. (cod.Alex. ψοία) ; ψύαι Ps. l.c. (corrupted to ψυχή): acc. pl. ψόας in Bilabel Ὀψαρτ. p.11:—Hsch. has ψίαι, ψειαί, and ψυῖαι, also φοῦαι and ψύλλες: the word in all its spellings is declared un-Attic by Phryn.269, Phot.; the form ψύη was recognized by Irenaeus ap. Orion.col.168. [ῠ in ψύαι, Euphro l. c.; but ῡ in an Epic Fragm. in Ath.9.399a, ψύας ἔγχεϊ νύξε, where perhaps ψοίας shd. be written.]
German (Pape)
[Seite 1401] ἡ, auch ψοιά, gew. im plur. ψόαι, ψοιαί, αἱ, die Lendengegend, das Lendenfleisch, bis in die Gegend der Nieren, bes. die innern Lendenmuskeln, richtiger ψύα, s. Lob. Phryn. 300 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ψόα: ἢ ψύα, ἡ, ἢ συνηθέστερον ἐν τῷ πληθ. ψόαι ἢ ψύαι, οἱ μυῶνες τῆς ὀσφύος οἱ μέχρι τῶν νεφρῶν ἐκτεινόμενοι, καλούμενοι δὲ καὶ ἀλώπεκες καὶ νεφρομήτορες, Ἱππ. π. Ἀρθρ. 810, πρβλ. 229. 31· ἑνικῶς ὡσαύτως ἐν 279. 41., 304. 14, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Β΄, 23, κ. ἀλλ.). ― Ὁ τύπος ψόαι εὕρηται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἀλλ’ ἐν τῷ ἑνικῷ φέρεται ψύη)· ψύαι παρὰ τῷ Εὔφρονι ἐν «Θεωροῖς» 1, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 399Β· ψοῖαι (μετὰ διαφ. γραφ. ψύαι) Πόλυβος ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3, 3, 2· ἴδε παρὰ τῷ Λοβεκ. εἰς Φρύν. 300. [ῠ ἐν τῷ ψύαι, Εὔφρων ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῡ ἔν τινι Ἐπικῷ ἀποσπ. παρ’ Ἀθην. 399Α, ψύας ἔγχεῖ νύξε, ἔνθα ἴσως γραπτέον ψοίας].
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ψύα ΜΑ, και ψυά και ιων. τ. ψύη και ψοιά και ψοία και ψυία και τ. πληθ. ψίαι και ψειαί Α
(κυρίως στον πληθ.) οι ψόες και αἱ ψόαι
οι μύες της οσφυϊκής χώρας που εκτείνονται μέχρι την περιοχή τών νεφρών
νεοελλ.
1. κρέας σφαγίου από την οσφυϊκή χώρα, ψαρονέφρι
2. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
τα πλάγια τμήματα της λεκάνης του ανθρώπου και ορισμένων ζώων, οι λαγόνες, τα ισχία, ή η ράχη, τα νώτα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στην αιτ.) ψόαν
«ὀχεύτριαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζεται με μεγάλη ποικιλία μορφών, κυρίως σε ό,τι αφορά τον φωνηεντισμό: ψόαι — ψοιαί — ψυαί — ψειαί — ψίαι (πρβλ. χρόα: χροιά). Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχιος, με αρκτικό σύμφ. φ-, φοῦαι και φύλλες, θα μπορούσαν να παραπέμψουν σε αρχαιότερο αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα σφ- (πρβλ. σφε: φιν: ψε, σφάκελος (ΙΙ): ψάκελον: φάκελος). Η προηγούμενη υπόθεση, σε συνδυασμό με τον φωνηεντισμό -υ-, θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύνδεση τών τ. με τον συνώνυμο ὀσφῦς].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψόα en ψύα, ἡ, Ion. ψύη, meestal plur. lendespieren.