βαρύσαρκος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ον, = βαθύσαρκος, Hippiatr.30 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύσαρκος: -ον, πολύσαρκος, Βυζ.
Greek Monolingual
(AM βαρύσαρκος, -ον)
ο παχύσαρκος.