γαλακτοπαγής

Revision as of 21:12, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, like curdled milk, χρώς AP5.59 (Rufin.); ἄρνα ib.12.204 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 471] ές, χρώς, wie geronnene Milch, Rufin. 6 (V, 60); ἄρνα γ., von einem Knaben, Strat. 46 (XII, 204).

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοπᾰγής: -ές, ὡς πεπηγμένον γάλα, λευκός, χρὼς Ἀνθ. Π. 5. 60., 12. 204· ἄρνα γαλ., ἐπὶ τρυφεροῦ παιδός, Στράτ. 46.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
blanc comme du lait caillé.
Étymologie: γάλα, πήγνυμι.

Spanish (DGE)

(γᾰλακτοπᾰγής) -ές
semejante a la leche cuajada χρώς AP 5.60 (Rufin.), ἀρήν AP 12.204 (Strat.), cf. γλακτοπαγής.

Greek Monolingual

γαλακτοπαγής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στην πυκνότητα με πηγμένο γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -παγής < πήγνυμι.

Greek Monotonic

γᾰλακτοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που μοιάζει με το πηγμένο γάλα, λευκός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοπᾰγής: цвета свернувшегося молока (χρώς, ἄρνα Anth.).

Middle Liddell

πήγνυμι
like curdled milk, Anth.