διατέρπομαι
From LSJ
English (LSJ)
take one's pleasure with, γυναικί App.Mith.27.
Spanish (DGE)
divertirse con, gozar de c. dat. γυναικί App.Mith.27.
Greek Monolingual
διατέρπομαι (Α)
έχω ευχάριστες σχέσεις με κάποιον.
Full diacritics: διατέρπομαι | Medium diacritics: διατέρπομαι | Low diacritics: διατέρπομαι | Capitals: ΔΙΑΤΕΡΠΟΜΑΙ |
Transliteration A: diatérpomai | Transliteration B: diaterpomai | Transliteration C: diaterpomai | Beta Code: diate/rpomai |
take one's pleasure with, γυναικί App.Mith.27.
divertirse con, gozar de c. dat. γυναικί App.Mith.27.
διατέρπομαι (Α)
έχω ευχάριστες σχέσεις με κάποιον.