θεατροπώλης
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ου, ὁ, one who sells seats in a theatre, Ar.Fr.562.
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, Theaterpächter, Ar. bei Poll. 7, 199.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν θέσεις ἐν τῷ θεάτρῳ, ὁ θέαν ἀπομισθῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 475, Πολυδ. Ζ΄, 199, πρβλ. θεατρώνης.
Greek Monolingual
θεατροπώλης, -ου, ό (Α)
αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση του θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντοπώλης, παντοπώλης.
Russian (Dvoretsky)
θεᾱτροπώλης: ου ὁ сдающий помещение под театр Arph.