καταισιμόω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
consume utterly, Eub. 15.6 (Pass.); κ. πῶμα to drink it off, Epin.1.10.
German (Pape)
[Seite 1351] verbrauchen (vgl. ἀναισιμόω); πῶμα κατῃσίμωκα, d. i. austrinken, Epinic. bei Ath. X, 432 c; κατῃσίμωται πάντα Eubul. ib. XIV, 622 e.
Greek (Liddell-Scott)
καταισιμόω: μεταχειρίζομαι, δαπανῶ, φθείρω ἐντελῶς, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγῇ» 1· κατῃσίμωκα πῶμα, ἐκπίνω, πίνω ἐντελῶς, Ἐπίνικ. ἐν «Μνησ.»1· καὶ τὸ παθ., κατῃσίμωται πάντα· πρβλ. ἀναισιμόω.