κεκρύφαται
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
[ῠ], v. κρύπτω. κέκτικε· τέτοκεν, Hsch. κεκύθωσι [ῠ], v. κεύθω. κεκύκη· καμπύλη, Id. κέκυλτα· δῶρα τὰ τῇ χειρὶ ἑλκόμενα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κεκρύφαται: ῠ, ἴδε ἐν λ. κρύπτω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ion. pf. Pass. de κρύπτω.
Greek Monotonic
κεκρύφαται: [ῠ], Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του κρύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεκρύφαται indic. perf. pass. 3 plur. van κρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
κεκρύφαται: ион. 3 л. pl. pf. pass. к κρύπτω.