κοιτασμός

From LSJ
Revision as of 01:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτασμός Medium diacritics: κοιτασμός Low diacritics: κοιτασμός Capitals: ΚΟΙΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: koitasmós Transliteration B: koitasmos Transliteration C: koitasmos Beta Code: koitasmo/s

English (LSJ)

ὁ, folding, βοῶν PMeyer 12.24 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

κοιτασμός, ὁ (AM) κοιτάζω
μσν.
το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη
αρχ.
(για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.).