Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Full diacritics: κρουνίτης | Medium diacritics: κρουνίτης | Low diacritics: κρουνίτης | Capitals: ΚΡΟΥΝΙΤΗΣ |
Transliteration A: krounítēs | Transliteration B: krounitēs | Transliteration C: krounitis | Beta Code: krouni/ths |
[ῑ], ου, ὁ, fem. κρουνῖτις, ιδος, of springs, Νύμφαι Orph.H.51.10.
κρουνίτης: -ου, θηλ. -ῖτις, -ιδος, = κρουναῖος, Ὀρφ. Ἀργ. 50. 9.
κρουνίτης, θηλ. -ῑτις, -ίτιδος (Α) κρουνός
κρουναίος.