κωμασία
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ, procession of the images of the gods in Egypt, αἱ τῶν θεῶν κ. OGI194.25 (i B.C.), cf. PGnom.199 (ii A.D.), Wilcken Chr.41 iv 14 (iii A.D.); αἱ τοῦ νέου ἔτους κ. PStrassb. 90.18 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1544] ἡ, der festliche Aufzug des κωμάζειν, Clem. Al., Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωμᾰσία: ἡ, πομπή τις ἢ παρέλασις τῶν εἰδώλων τῶν θεῶν ἐν Αἰγύπτῳ, αἱ τῶν θεῶν κ., Ἐπιγραφ. Αἰγυπτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 4717. 25, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 671, Sturz Μακεδ. Διαλ. σελ. 102 κἑξ.· ― κωμαστήριον, τό, συνέλευσις τῶν ἱερέων ἐν Αἰγύπτῳ, Συνέσ. 94D.
Greek Monolingual
(κωμασία, ἡ (Α) κωμάζω
(στην Αίγυπτο) θρησκευτική ή πανηγυρική πομπή κατά την οποία γινόταν περιφορά τών ειδώλων τών θεών («ἐν ταῖς καλουμέναις κωμασίαις, τῶν θεῶν χρυσᾱ ἀγάλματα, δύο μὲν κύνας, ἕνα δὲ ἱέρακα περιφέρουσι», Κλήμ. Αλ.).