λεπτοσκελής

From LSJ
Revision as of 03:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοσκελής Medium diacritics: λεπτοσκελής Low diacritics: λεπτοσκελής Capitals: ΛΕΠΤΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: leptoskelḗs Transliteration B: leptoskelēs Transliteration C: leptoskelis Beta Code: leptoskelh/s

English (LSJ)

ές, thin-shanked, Arist.PA684a10: Comp.-έστερος Id.HA505b16.

German (Pape)

[Seite 31] ές, dünnschenklig, mit dünnen Beinen, Arist. part. anim. 4, 8, compar., H. A. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσκελής: -ές, ἔχων λεπτὰ τὰ σκέλη, ἰσχνά, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 4· - σκελέστερος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 3.

Greek Monolingual

λεπτοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾶλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυσκελής, ισοσκελής].

Russian (Dvoretsky)

λεπτοσκελής: с тонкими ножками, тонконогий (σκολόπενδραι Arst.).