μεταβλητός

From LSJ
Revision as of 04:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβλητός Medium diacritics: μεταβλητός Low diacritics: μεταβλητός Capitals: ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: metablētós Transliteration B: metablētos Transliteration C: metavlitos Beta Code: metablhto/s

English (LSJ)

ή, όν, subject to change, Ph. 1.269, Plu.2.718e, S.E.M.9.151.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβλητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 718D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
changeant.
Étymologie: adj. verb. de μεταβάλλω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταβλητός, -ή, -όν) μεταβάλλω
αυτός που υπόκειται σε μεταβολή ή που μπορεί να μεταβληθεί
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η μεταβλητή
μαθημ. μια ποσότητα η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)
2. φρ. «μεταβλητοί αστέρες»
αστρον. αστέρες η λαμπρότητα τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται σημαντικά με την πάροδο του χρόνου.

Russian (Dvoretsky)

μεταβλητός: поддающийся изменению, изменчивый Arst., Plut., Sext.