διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: μιάντης | Medium diacritics: μιάντης | Low diacritics: μιάντης | Capitals: ΜΙΑΝΤΗΣ |
Transliteration A: miántēs | Transliteration B: miantēs | Transliteration C: miantis | Beta Code: mia/nths |
ου, ὁ, = μιάστωρ 1, EM785.37.
μιάντης: μιαίνων, μιάστωρ, Ἐτυμ. Μ. 785, 37.
μιάντης, ὁ (Α) μιαίνω
αυτός που μιαίνει, που μολύνει, ο μιάστωρ.