μονούατος

From LSJ
Revision as of 04:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονούᾰτος Medium diacritics: μονούατος Low diacritics: μονούατος Capitals: ΜΟΝΟΥΑΤΟΣ
Transliteration A: monoúatos Transliteration B: monouatos Transliteration C: monoyatos Beta Code: monou/atos

English (LSJ)

ον, one-eared, with one handle, AP5.134.

German (Pape)

[Seite 205] einöhrig, mit einem Henkel, von einer Flasche, Ep. ad. 77 (V, 135).

Greek (Liddell-Scott)

μονούᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον οὖς, μίαν λαβήν, Ἀνθ. Π. 5. 135.

Greek Monolingual

μονούατος, -ον (Α)
(για λαγήνι) μόνωτος, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχούατος, χρυσούατος].

Russian (Dvoretsky)

μονούᾰτος: с одним ушком (sc. λάγυνος Anth.).