ἑπταπλάσιος

From LSJ
Revision as of 08:57, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπταπλάσιος Medium diacritics: ἑπταπλάσιος Low diacritics: επταπλάσιος Capitals: ΕΠΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: heptaplásios Transliteration B: heptaplasios Transliteration C: eptaplasios Beta Code: e(ptapla/sios

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον, sevenfold, -πλασίῳ φαυλότερος Pl.Ep.332a, cf. Iamb.in Nic.p.102 P. Adv. -ιως LXX Ps.11(12).6,al.

German (Pape)

[Seite 1013] Plat. Ep. 7, 332 a, u. ἑπταπλασίων, siebenfach, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταπλάσιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἑπτάκις τόσος, Πλάτ. Ἐπιστ. 332Α. - Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Παροιμ. Ϛ΄, 31).

Greek Monolingual

και εφταπλάσιος, -α, -ο (AM ἑπταπλάσιος, -ία, -ον)
1. επτά φορές μεγαλύτερος
2. επτά φορές ισχυρότερος, περισσότερος κ.λπ.
3. κατά πολύ, ασύγκριτα μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («ἑπταπλασίῳ φαυλότερος», Πλάτ.).
επίρρ...
επταπλασίως και επταπλάσια
(AM ἑπταπλασίως)
επτά φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διπλάσιος.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτᾰπλάσιος: (ᾰ) семикратный Plat.