ἀδιάξεστος
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
ον, unpolished, Gal.UP11.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάξεστος: -ον, ὁ μὴ ἐξεσμένος, ἐστιλβωμένος, ἄξεστος, Γαλην. 4. σ. 574.
Spanish (DGE)
-ον no pulido Gal.3.897.