ἀντιφάσκω
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
contradict, ἑαυτῷ Olymp.in Mete.181.11; to be in contradiction, Simp.in Ph.1155.28; τὰ ἀντιφάσκοντα contradictories, Id.in Cat.44.21, cf. 19.21; ὁ ἀντιφάσκων the opponent in argument, Phld.Po.2.54.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφάσκω: ἀντιλέγω, ἀναιρῶ, τὰ ἀντιφάσκοντα, τὰ ἀντιφατικά, τὰ ἀντίθετα, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 44. 37 Brandis. 2) ἀποκρίνομαι, τούτοις Χαρικλῆς ἀντέφασκε τοιάδε Νικήτ. Εὐγέν. 6. 170, κτλ.
Spanish (DGE)
contradecir ἑαυτῷ Olymp.in Mete.181.11
•oponerse τὸ γενητὸν ... πρὸς τὸ ἀγένητον Simp.in Ph.1155.33, de proposiciones τὰ ἀντιφάσκοντα Simp.in Cat.44.21, cf. 19.21
•ὁ ἀντιφάσκων el oponente en una discusión, Phld.Po.B.27.1.
Greek Monolingual
(Α ἀντιφάσκω)
νεοελλ.
λέω το αντίθετο από αυτό που είπα προηγουμένως, αναιρώ τους λόγους μου
αρχ.
1. αντιλέγω
2. αποκρίνομαι.