συμβάλλω
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
fut. -βᾰλῶ: aor. -έβᾰλον, inf. -βᾰλεῖν: pf. -βέβληκα: aor. 1 Pass. -εβλήθην:—of these tenses Hom. uses only pres. Act., aor. Act. and Med., but most commonly Ep. intr. aor. forms συμβλήτην, -βλήμεναι, Med. σύμβλητο, -βληντο, -βλήμενος, subj. 2sg. -βλήεαι prob. cj. for -βλήσεαι in Il.20.335, 3sg. contr.
A -βληται Od.7.204:—throw together, dash together, σύν ῥ' ἔβαλον ῥινούς, of men in close combat, Il.4.447, 8.61; ἀσπίδας E.Ph.1405, Ar. Pax 1274 (hex.), X.HG4.3.19, etc.; bring together, unite, e.g. of rivers that fall into one another, ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄβριμον ὕδωρ Il.4.453; ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος 5.774:— Med., πολλοὶ ποταμοὶ σ. τὸ σφέτερον ὕδωρ Hdt.4.50 (cf. δάκρυα δάκρυσι σ. E.Or.336 (lyr., Act.)); ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ ὕδωρ σ. Arr.An.6.1.5; σ. τὰ ὦτα πρὸς τὴν γῆν have their ears reaching to... Arist.HA 606a15:—Pass., κατὰ τὰς ῥᾶγας συμβεβλημένων [τῶν δακτύλων] Sor. 2.60. 2 collect, X.Cyr.2.1.5; store up, accumulate, κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας πολλάς Id.An.3.4.31. 3 jumble up together, διαφέροντα σ. εἰς ταὐτόν Pl.Plt.285a. 4 intr. in Act., fit (cf. σύμβολον 1.1), Arist.EE1239b14; to be suitable, τὰ χεδροπὰ σ. εἰς τὰς νέας Thphr.CP3.20.7 (unless = sow, set). b to be profitable, σ. τῷ πολιτικῷ . . δικαίῳ εἶναι Phld.Rh.2.285 S.; σ. ἀναμένειν ἡμέραν μίαν Gal.16.496. 5 intr., come together, ἔνθα δίστομοι . . σ. ὁδοί where two roads join, S.OC901, cf. Str.6.3.7; τὰ συμβάλλοντα the watersmeet, IG9(2) p.xi (Delph., iii/ii B.C.); [φλὲψ] σ. τῇ ἀποσχίσει Arist.HA514a12; collide, τοὺς τύπους ἀνάγκη συμβάλλειν ἑαυτοῖς Thphr.Sens.52: Geom., meet, τὸ σημεῖον, καθ' ὃ συμβάλλουσιν the point in which (the straight lines) meet, Archim.Sph.Cyl.1.23, etc. 6 βλέφαρα σ. ὕπνῳ close the eyes in sleep, A.Ag.15; σ. ὄμμα, in death, ib. 1294 (but ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; how shall I meet her eyes with mine? E.IA455). 7 generally, join, unite, σ. σχοινία twist ropes (cf. συμβολεύς), Ar.Pax 37; so τοπεῖα IG22.1672.311 (iv B.C.); ὠμόλινον σ. πεντάπλουν Hp.Fist.4; στέφανον Philostr.Her.Prooem.; [αἱ φλέβες] σ. [τὸ σῶμα] εἰς ἕν Arist.PA668b24; fit together, ἁρμούς IG7.4255.23 (Oropus, iv B.C.); σ. καὶ κολλῆσαι ib. 22.1668.73 (iv B.C.); κεραῖαι συμβεβλημέναι PCair.Zen.566.10 (iii B.C.); δεξιὰς σ. ἀλλήλοισι join hands, E.IA58. 8 σ. συμβόλαιά τινι or πρός τινα make a contract with a person, esp. lend him money on bond, D. 34.1, Pl.R.425c, cf. Th.5.77 (Med.); συμβόλαιον εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον money lent on the security of the slaves, D.27.27: abs., in same sense, Isoc.21.13; make a contract, Pl.Alc.1.125d, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), Cod.Just.1.3.55.4; of a marriage contract, Mitteis Chr.372 vi 22, cf. 8 (ii A.D.); advance, lend, πέρα μεδίμνου κριθῶν Is.10.10; ἱμάτια, χρυσία, etc., Ar.Ec.446; ἐπί τισι on certain terms, D.H.6.29; σ. δανεισμῷ Pl.Lg.921d; ὁ συμβαλών the lender, creditor, D.56.2, cf. D.H.5.63 (but οἱ συμβ. the borrowers, debtors, Id.4.9):— Med., with pf. Pass., pay a share, contribute, ὁλκάδα οἱ συμβαλέεσθαι give him a merchant-vessel, Hdt.3.135, cf. Lys.32.24, X.Ages. 2.27; σ. χρήματά τινι εἰς τροφὴν τῶν στρατιωτῶν advance it, Id.An. 1.1.9, cf. IG7.2418 (Thebes, iv B.C.); τριήρεις εἰς κίνδυνον Isoc.4.98; ἐφόδιον PSI4.407.12 (iii B.C.). 9 generally, contribute:— Pass., συμβάλλεταί τις . . μερίς Alex.149.4:—in this sense mostly in Med., τέμενος συμβάλλεσθαι add thereto, Pi.I.1.59; ἡ τύχη οὐδὲν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν Th.3.45, cf. Hp.Aër.2, Sosip.1.37, Damox.2.11; τὸ μὴ ἀγανακτεῖν . . ἄλλα τέ μοι πολλὰ συμβάλλεται, καὶ . .many circumstances contribute to my feeling no vexation, and especially... Pl.Ap.36a; σ. βοήθειαν οὐ σμικρὰν πρός τι Id.Lg.836b; τιμὴν καὶ δόξαν τῇ πόλει σ. Isoc.Ep.8.6; οὐ δεῖ λογίζεσθαι, πότερος πλείω συμβέβληται X.Oec.7.13; freq. with μέρος as obj., ἔργων οὐκ ἐλάχιστον μέρος σ. And.1.143; μέρος σ. πρὸς ἀρετήν Pl.Lg.836d, cf. R.331b, D.41.11; οὐκ ἐλάχιστον μέρος πρὸς εὐδαιμονίαν Isoc.7.79; συμβαλλέσθω τὸ μέρος ἕκαστος εἰς τὸ ἀνάλωμα PHal.1.108, cf. 113 (iii B.C.); τὴν μεγίστην εἰς αὐτὰ μοῖραν Pl.Ti.47c, cf. X.Cyr.6.1.28: also abs., οὔτε ποταμὸς οὔτε κρήνη οὐδεμία ἐσδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται contributes to its volume, Hdt.4.50; σ. πρὸς τὸ λανθάνειν X.Cyr.2.4.21, cf. Isoc.7.21; συμβαλλόμενα contributory causes, Thphr.Sud.6: abs., to be helpful, πολλά ἐστι τὰ συμβαλλόμενα τοῖς βουλομένοις Antipho 5.79, cf. Pl.Lg.905b, D.21.133; φόνου κηκὶς ξ. contributes to the proof, A.Ch.1012: rarely c. gen. partit., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος many things contribute [their share] of this fear, i.e. join in causing it, E.Med.284. 10 συμβάλλεσθαι γνώμας contribute one's opinion to a discussion, Hdt.8.61; περί τινος Pl.Plt. 298c; συμβαλέσθαι περί τινος λόγους X.Cyr.2.2.21; λόγον σ. περὶ βίου contribute an opinion about life, Pl.Lg.905c; also συμβαλέσθαι τι to have something to say, Id.Ion532c, cf. 533a; ταῦτά σοι περὶ Ἔρωτος σ. Id.Smp.185c; συμβαλοῦ γνώμην contribute your opinion, help in judging, S.OC1151; σ. τὴν γνώμην τῆς βουλῆς, with or without εἰς τὸν δῆμον, communicate it, IG22.79.6, 103.17, al.; cast votes, Schwyzer 84.15 (Tylisus, v B.C.). II συμβάλλειν (sc. λόγους) converse, σ. τινί or πρός τινα, Plu.2.222c, Act.Ap.4.15:—Med., ἀτὰρ τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς σ.; X.An.4.6.14. II bring men together in hostile sense, pit them against each other, match them, ἀμφοτέρους θεοὶ σύμβαλον Il.20.55; ἐμὲ . . καὶ Μενέλαον συμβάλετε . . μάχεσθαι 3.70; σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός set one to fight with the other, Hdt.3.32; ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ σ. Id.5.1; τοὺς ἡβῶντας σ. εἰς ἔριν περὶ ἀρχῆς X.Lac.4.2; ἀλεκτρυόνας σ. Id.Smp.4.9; ἄνδρας φίλους Id.Cyr.6.1.32; εἰς χεῖρα δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς Philem. 206: metaph., ἀναισχυντίᾳ σ. τινὰ καὶ προσγυμνάζειν make him contend with... Pl.Lg.647c. b Med., join in fight, σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον Il.12.377. c intr., come together, σύμβαλον μάχεσθαι 16.565; also ς. alone, come to blows, engage, πρίν γ' ἠὲ ξυμβλήμεναι ἠὲ δαμῆναι 21.578; freq. in Hdt., either abs., as 1.77,82, or c. dat. pers., ib.80,104; Ἄρης Ἄρει δυμβαλεῖ, Δίκα Δίκᾳ A.Ch.461 (lyr.); Ἕλληνες Μήδοις σ. Simon.136; also σ. πρός τινα X.Cyr.7.1.20, Isoc.4.69; εἰς μονομαχίαν πρός τινα Str.14.5.16; συμβάλλων coming into collision, Pl.Plt.273a, cf. Wilcken Chr.16.6 (ii A.D.). 2 σ. πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα engage in war, Il.12.181 (prob. interpol.); so in Trag., σ. βάκχαις μάχην E.Ba.837; ἔχθραν τινί Id.Med.44; ἔριν φίλοις ib.521: metaph., συμβαλεῖν ἔπη κακά bandy reproaches, S. Aj.1323; αἰσχρὸν δέ μοι γυναιξὶ συμβάλλειν λόγους E.IA830. 3 Med., fall in with one, meet him, c. dat., freq. in Hom., who uses Ep. aor. forms beginning ξυμβλη- or συμβλη- solely in this sense, Νέστορι δὲ ξύμβληντο Il.14.27, cf. 39; εἰ δ' ἄρα τις . . ξύμβληται ὁδίτης Od.7.204; ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης 11.127; ὅτε κεν συμβλήσεαι (leg. -βλήεαι) αὐτῷ Il.20.335; ξυμβλήτην ἀλλήλοιιν Od.21.15. 4 so in Act., συμβαλών having met, A.Ch.677; οἱ συμβάλλοντες those who come in contact with one, Plu.Marc.20; φιλοσόφῳ σ. Arr.Epict.3.9.13, cf. 12, POxy.1063 (ii/iii A.D.), PFay.129.2 (iii A.D.). III compare, σμικρὰ μεγάλοισι Hdt.2.10; ἑωυτόν τινι Id.3.160; ἓν πρὸς ἕν Id.4.50; τι πρός τι Lycurg.68; πρὸς ἄλληλα Pl.Tht.186b; οὐδὲν ἦν τούτων . . πρὸς ἀτταγῆνα συμβαλεῖν Phoenicid.2.5:—Pass., Hdt.2.10, 3.125; τὸ ἀργύριον τὸ Βαβυλώνιον πρὸς τὸ Εὐβοικὸν συμβαλλόμενον τάλαντον the Babyl. talent being compared with, reduced to, the Euboic, ib.95. b compare for the purpose of checking, μέτρῳ συμβεβλημένῳ πρὸς τὸ χαλκοῦν Wilcken Chr.410.11 (iii B.C.), etc. 2 Med., reckon, compute, Hdt.2.31, 4.15, 6.63,65:—Pass., ἡ ὁδὸς ἡ ἡμερησίη ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι Id.4.101. 3 conclude, infer, conjecture, interpret, συμβαλεῖν τι Pi.N.11.33; σ. ὅτι . . Pl.Cra.412c; τοῦτο σ. S.OC1474; τοῦτο σ., ὅτι. . Ar.V.50; τὰ πρὶν οὐκ εὔγνωστα σ. E.Or.[1394]; εὖ ξυνέβαλεν αὐτά Ar.Eq.427; ἣν [νόσον] οὐδ' ἂν εἷς γνοίη ποτ' οὐδ' ἂν ξυμβάλοι Id.V.72; σ. ἔπη E.Med.675; τοὖναρ Id.IT55; τὴν μαντείαν Pl.Cra.384a; τὸν χρησμόν Arist.Fr.532, cf. 76; σήματα σ., εἰ . . ἤ . . Arat.1146: abs., καθὼς συμβάλλομεν ἐκ τοὖ . . Sor.2.63:—Med., abs., Heraclit.47, freq. in Hdt., as 2.33, 4.87: c. acc., make out, understand, τὸ πρῆγμα ib.111; σ. τι ἔκ τινος 6.107; τῇδε, ὅτι . . from the fact that... 3.68: c. acc. et inf., 1.68, 2.33, 112, al.; folld. by indirect question, 4.45. IV agree, arrange, καθάπερ ξυνέβαλον ἢ διέθεντο IG12.46.14; πρὸς ἐμὲ πάντες συμβάλλετε X.Cyr. 6.2.41:—Med., make a treaty, Foed. ap. Th.5.77; agree upon, fix, settle, λόφον εἰς ὃν δέοι ἁλίζεσθαι X.An.6.3.3; ἔδει σε, καθότι συνεβάλου ἡμῖν, Ἡρακλείδην . . ἀπεσταλκέναι PCair.Zen.314.1 (iii B.C.).