τηρητήριον
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
τό, = Lat. servatorium, Gloss. (written tiritrion).
Greek Monolingual
τὸ, Α
το δεσμωτήριο, δεσμωτήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα -τήριον (πρβλ. μελετη-τήριον)].