ἀφιλίωτος
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ον, not to be made a friend of or reconciled, Hsch. s.v. ἀσύμβατον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλίωτος: -ον, μεθ’ οὖ δὲν δύναταί τες νὰ φιλιωθῇ, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀδιάλλακτος.
Spanish (DGE)
-ον hostil Hsch.s.u. ἀσύμβατον.
Greek Monolingual
-η, -ο
αδιάλλακτος, άσπονδος.