ἰνδικοπλάστης

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰνδικοπλάστης Medium diacritics: ἰνδικοπλάστης Low diacritics: ινδικοπλάστης Capitals: ΙΝΔΙΚΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: indikoplástēs Transliteration B: indikoplastēs Transliteration C: indikoplastis Beta Code: i)ndikopla/sths

English (LSJ)

(-πλεύστης cod.), dyer, Gloss.

Greek Monolingual

ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α)
χρωματιστής, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + -πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, κηροπλάστης.