ἰνδικοπλάστης
From LSJ
English (LSJ)
(-πλεύστης cod.), dyer, Gloss.
Greek Monolingual
ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α)
χρωματιστής, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + -πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, κηροπλάστης.
Full diacritics: ἰνδικοπλάστης | Medium diacritics: ἰνδικοπλάστης | Low diacritics: ινδικοπλάστης | Capitals: ΙΝΔΙΚΟΠΛΑΣΤΗΣ |
Transliteration A: indikoplástēs | Transliteration B: indikoplastēs | Transliteration C: indikoplastis | Beta Code: i)ndikopla/sths |
(-πλεύστης cod.), dyer, Gloss.
ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α)
χρωματιστής, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + -πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, κηροπλάστης.