ὀξυπαγής

From LSJ
Revision as of 10:58, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπᾰγής Medium diacritics: ὀξυπαγής Low diacritics: οξυπαγής Capitals: ΟΞΥΠΑΓΗΣ
Transliteration A: oxypagḗs Transliteration B: oxypagēs Transliteration C: oksypagis Beta Code: o)cupagh/s

English (LSJ)

ές, sharp-pointed, στάλικες AP6.109 (Antip.); ὄνυξ Nonn.D.14.385; prickly, κάραβος Opp.H.1.261.

German (Pape)

[Seite 353] ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); κάραβος, stachlig, Opp. H. 1, 261.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠπᾰγής: -ές, ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξύ, στάλικες Ἀνθ. Π. 6. 109· ὄνυξ Νόνν. Δ. 14. 385· ἀκανθώδης, κάραβος Ὀππ. Ἁλ. 1. 261.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aiguisé ou aigu pour s'enfoncer ou pénétrer;
2 armé de pinces ou d’aiguillons.
Étymologie: ὀξύς, πήγνυμι.

Greek Monolingual

ὀξυπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός
2. ακανθώδης, αγκαθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πᾱγης (< θ. πᾱγ- του πήγνυμι), πρβλ. ημι-παγής].

Greek Monotonic

ὀξῠπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, αιχμηρή απόληξη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠπᾰγής: заостренный, остроконечный (στάλικες Anth.).

Middle Liddell

ὀξῠ-πᾰγής, ές πήγνυμι
sharp-pointed, Anth.