ὁλμειός
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὁ, mortar, Sch.Ar.V.238.
German (Pape)
[Seite 324] ὁ, = ὅλμος, nach Schol. Ar. Vesp. 238 στρογγύλος λίθος, εἰς ὃν κόπτουσιν ὄσπρια, u. so Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλμειός: ὁ, = ὅλμος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 238.
Greek Monolingual
ο (Α ὁλμειός)
νεοελλ.
πλάκα μέσα στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το κάτω άκρο της ατράκτου βαρούλκου πλοίου
αρχ.
στρογγυλός λίθος με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + επίθημα -ειός (πρβλ. αμν-ειός, στελ-ειός)].