ὠκύσκοπος

From LSJ
Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκύσκοπος Medium diacritics: ὠκύσκοπος Low diacritics: ωκύσκοπος Capitals: ΩΚΥΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: ōkýskopos Transliteration B: ōkyskopos Transliteration C: okyskopos Beta Code: w)ku/skopos

English (LSJ)

ον, quick-aiming, of Apollo, AP9.525.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύσκοπος: -ον, ὁ ταχέως σκοπῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9. 525.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vise d’un regard prompt ou perçant.
Étymologie: ὠκύς, σκοπέω.

Greek Monolingual

και ὠκυσκόπος, -ον, Α
αυτός που εξετάζει κάτι με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. πολύ-σκοπος].

Greek Monotonic

ὠκύσκοπος: -ον, αυτός που σκοπεύει με το τόξο γρήγορα· ὠκύσκοπος Ἀπόλλων, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὠκύ-σκοπος, ον,
quick-aiming, Ἀπόλλων Anth.