πολύβιβλος
English (LSJ)
ον, in many books, ἱστορία Ath.6.249a; πραγματεία Gal.1.409, cf. IGRom. 4.1655 (Notium: -βυβλον lapis).
German (Pape)
[Seite 660] von vielen Büchern od. Bänden, ἱστορία, Ath. VI, 249 a.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβιβλος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν βιβλ. ἀποτελούμενος, ἱστορία Ἀθήν. 249Α.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύβιβλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
(για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από πολλά βιβλία, πολύτομος («πολύβιβλος ιστορία», Αθην.)
μσν.
αυτός που έχει πολλά βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βίβλος / βιβλίον (πρβλ. μονό-βιβλος)].