ἐκτύφλωσις
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
εως, ἡ, making blind, Hdt.9.94.
German (Pape)
[Seite 784] ἡ, das Blindmachen, Blenden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτύφλωσις: -εως, ἡ, ἀποτύφλωσις, Ἡρόδ. 9. 94.
French (Bailly abrégé)
εως, ion. ιος (ἡ) :
action de rendre complètement aveugle.
Étymologie: ἐκτυφλόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hdt.9.94]
privación de la vista, cegamiento ταύτην δίκην ... τῆς ἐκτυφλώσιος ἐκτίνουσι Hdt.l.c., ref. al de Polifemo SEG 45.785.7 (Macedonia II a.C.), cf. Gloss.2.293.
Greek Monotonic
ἐκτύφλωσις: -εως, ἡ, αποτύφλωση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτύφλωσις: εως ἡ лишение зрения, ослепление Her.
Middle Liddell
ἐκτύφλωσις, εως [from ἐκτυφλόω
a making blind, Hdt.