Λιβύα
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
French (Bailly abrégé)
dor. c. Λιβύη.
English (Slater)
Λῐβῠα daughter of Epaphos ( (P. 4.14) ). θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας (P. 9.69) and so the land of Libya, οἰκιστῆρα Βάττον καρποφόρου Λιβύας (P. 4.6) “Λιβύας εὐρυχόρου” (P. 4.42) Λιβύας πεδίον (P. 4.259) ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον (P. 5.52) “εὐρυλείμων πότνια Λιβύα” (P. 9.55) ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν (I. 4.54)
Russian (Dvoretsky)
Λῐβύα: дор. = Λιβύη-.