εὐαπόβατος

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαπόβᾰτος Medium diacritics: εὐαπόβατος Low diacritics: ευαπόβατος Capitals: ΕΥΑΠΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: euapóbatos Transliteration B: euapobatos Transliteration C: evapovatos Beta Code: eu)apo/batos

English (LSJ)

ον, easy to disembark on, νῆσος -ωτέρα Th.4.30.

German (Pape)

[Seite 1057] bequem zum Landen, νῆσος εὐαποβατωτέρα Thuc. 4, 30.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαπόβατος: -ον, ἐφ’ οὗ εὔκολον εἶναι νὰ κάμῃ τις ἀπόβασιν, νῆσος εὐαποβατωτέρα Θουκ. 4. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on peut facilement aborder ou débarquer;
Cp. εὐαποβατώτερος.
Étymologie: εὖ, ἀποβαίνω.

Greek Monolingual

εὐαπόβατος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο εύκολα κάποιος μπορεί να κάνει απόβαση («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-βαίνω].

Greek Monotonic

εὐαπόβᾰτος: -ον (ἀποβαίνω), αυτός που είναι εύκολος στην απόβαση, κατάλληλος, πρόσφορος για αποβίβαση, για προσεδάφιση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰπόβᾰτος: удобный для высадки (νῇσος εὐαποβατωτέρα οὖσα Thuc.).

Middle Liddell

εὐ-απόβᾰτος, ον ἀποβαίνω
easy to disembark on, convenient for landing, Thuc.

English (Woodhouse)

easy to land at

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)