ἐπισκευαστής

From LSJ
Revision as of 17:10, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’o" to "d'o")

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκευαστής Medium diacritics: ἐπισκευαστής Low diacritics: επισκευαστής Capitals: ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: episkeuastḗs Transliteration B: episkeuastēs Transliteration C: episkevastis Beta Code: e)piskeuasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, provisioner, organizer, one who equips, one who repairs, repairer, repairman, πομπείων D.22.78, etc.; τῶν ἱερῶν Lex ap.Ath.6.235d, Arist.Ath.50.1, Ἀρχ.Ἐφ.1923.39 (Oropus, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 978] ὁ, der in Stand Setzende, Ausrüstende, τῶν πομπείων Dem. 24, 186; τῶν ἱερῶν (ἱερέων ist f. L,) im Gesetz bei Ath. VI, 235, d; bei Schol. Thuc. 1, 29 ὁ τῶν σαθρῶν οἰκοδόμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων ἢ διορθώνων, τῶν πομπείων Δημ. 618. 4, κτλ.· τῶν ἱερῶν Νόμ. παρ’ Ἀθην. 235D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'occupe de préparer, d'organiser.
Étymologie: ἐπισκευάζω.

Greek Monolingual

ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM ἐπισκευαστής) επισκευάζω
αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει.

Greek Monotonic

ἐπισκευαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που εξοπλίζει, προετοιμάζει, ή επιδιορθώνει, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκευαστής:приводящий в порядок, производящий починку (τῶν πομπείων Dem.).

Middle Liddell

ἐπισκευαστής, οῦ,
one who equips or repairs, Dem.