φωνίον
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
τό, Dim. of φωνή (quiet voice), Arist.Aud.803b24.
German (Pape)
[Seite 1322] τό, dim. von φωνή, Stimmchen, Arist.
Greek (Liddell-Scott)
φωνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ φωνή, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 57· ― οὕτω, φωνίς, ίδος, ἡ, Ἀρκάδ. 32.
Greek Monolingual
τὸ, Α φωνή
υποκορ. σιγανή φωνή.
Russian (Dvoretsky)
φωνίον: τό слабый звук (τὰ φωνία λεπτά Arst.).