καταδίκη
English (LSJ)
ἡ, A judgement given against one, sentence, Epich.148.5, Plb.25.3.1 (pl.), LXX Wi.12.27, Phld.Rh.1.12S., Act.Ap.25.15, Plu.Cor.29, PGnom.208 (ii A. D.); κ. εἰς μονομάχους Artem.4.65. 2 damages or fine, Th.5.49, 50, D.47.52, PHal.1.52 (iii B.C.); μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς καταδίκης IG 12(8).267.16 (Thasos, iii B.C.), cf. Tab.Heracl.1.156 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1346] ἡ, Verurtheilung, Bestrafung; Epicharm. bei Ath. II, 36 d; πρὸς καταδίκας ἐκπεπτωκότες, verbannt, Pol. 26, 5, 1; Sp., wie Plut. adv. Col. 32. – Die Strafe, Luc. D. Mort. 10 E.; bes. Geldstrafe, ἡ κατ. δισχίλιαι μναῖ ἦσαν Thuc. 5, 49; ἐκτετικέναι, ἀπολαβεῖν, Dem. 21, 91. 47, 52 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
καταδίκη: ῐ, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχαρμ. 99 Ahr.· ἡ χρηματικὴ ποινή, ἀποζημίωσις, Θουκ. 5. 49, 50, Δημ. 1155. 2· μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς καταδίκης Συλλ. Ἐπιγρ. 2161. 16, πρβλ. 2556. 52., 5774. 156.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 condamnation;
2 punition, peine, particul. amende.
Étymologie: κατά, δίκη.
Greek Monolingual
η (AM καταδίκη)
1. επιβολή ποινής
2. η τιμωρία ή η ποινή που επιβάλλεται από το δικαστήριο
νεοελλ.
μεγάλη δοκιμασία, μαρτύριο, ταλαιπωρία, συμφορά («σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη», Βαλαωρ.)
αρχ.
χρηματική ποινή, αποζημίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δίκη.
Greek Monotonic
καταδίκη: [ῐ], ἡ, καταδίκη· χρηματική ποινή, αποζημίωση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
καταδίκη: (ῐ) ἡ
1) обвинительный приговор, осуждение: πρὸς καταδίκας ἐκπεπτωκότες Polyb. изгнанные на основании судебных решений;
2) наказание, кара, штраф (ἡ κ. δισχίλιαι μναῖ ἦσαν Thuc.; κ. βαρεῖα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δίκη -ης, ἡ veroordeling; straf, spec. boete:. ἡ δὲ καταδίκη δισχίλιαι μναῖ ἦσαν de boete bedroeg tweeduizend minai Thuc. 5.49.1.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:d⋯kh 笛咳
詞類次數:名詞(4)
原文字根:義(的事) 相當於: (רִיב / רִיבָה)
字義溯源:公正*,公義的刑罰,懲罰,刑罰,宣判,定罪,天理;或源自(δείκνυμι / δεικνύω)=顯示*)
同源字:1) (ἀδικέω)行不義 2) (ἀδίκημα)惡行 3) (ἀδικία)不公義 4) (ἄδικος / ἀδικοκρίτης)不義的 5) (ἀδίκως)不義地 6) (ἀντίδικος)對頭 7) (δικαιοκρισία)公義判決 8) (δίκαιος)公平的 9) (δικαιοσύνη)公平 10) (δικαιόω)稱義 11) (δικαίωμα)公平的行為 12) (δικαίως)公平地 13) (δικαίωσις)宣告無罪 14) (δικαστής)審判官 15) (δίκη / καταδίκη)公正 16) (ἐκδικέω)辯護 17) (ἐκδίκησις)辯白 18) (ἔκδικος)伸張公義 19) (ἔνδικος)合乎公正的 20) (δικάζω / καταδικάζω)判罰 21) (καταδίκη)法庭宣判 22) (ὑπόδικος)在判決之下
出現次數:總共(4);徒(2);帖後(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 刑罰(2) 帖後1:9; 猶1:7;
2) 天理(1) 徒28:4;
3) 宣判(1) 徒25:15
Translations
sentence
Belarusian: асуджэ́нне; Bulgarian: осъ́ждане; Catalan: sentència; Cebuano: sentensya; Czech: odsouzení; Dutch: veroordeling; Estonian: süüdimõistmine; Finnish: tuomio; German: Verurteilung, Schuldspruch; Greek: καταδίκη; Ancient Greek: καταδίκη; Hungarian: büntetés; Indonesian: vonis; Interlingua: condemnation; Latin: sententia; Macedonian: осуда; Malay: hukuman; Norwegian Bokmål: dom; Old English: dōm; Persian: حکم; Polish: wyrok; Portuguese: condenação; Romanian: condamnare; Russian: осуждение; Scottish Gaelic: binn; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏суда; Roman: ȍsuda; Slovene: obsodba; Spanish: sentencia, condena; Swedish: dom; Turkish: hüküm, yargı, karar; Ukrainian: вирок, присуд, осудження; Welsh: dedfryd
damages
Breton: dic'haouioù; Chinese Mandarin: 賠償金, 赔偿金; Danish: skadeserstatning; Dutch: schadevergoeding; Finnish: vahingonkorvaus; French: dommages-intérêts; German: Schadenersatz, Schadensersatz; Greek: αποζημίωση; Ancient Greek: ἀμοιβή; Icelandic: skaðabætur; Italian: risarcimento dei danni; Norwegian: erstatning; Polish: odszkodowanie; Portuguese: ressarcimento de danos; Spanish: resarcimiento de daños; Swedish: skadestånd; Tagalog: bayad-pinsala, danyos perhuwisyos, danyos; Thai: ค่าเสียหาย; Welsh: iawndal