ἐναιώρημα

From LSJ
Revision as of 08:30, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".[[" to ". [[")

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναιώρημα Medium diacritics: ἐναιώρημα Low diacritics: εναιώρημα Capitals: ΕΝΑΙΩΡΗΜΑ
Transliteration A: enaiṓrēma Transliteration B: enaiōrēma Transliteration C: enaiorima Beta Code: e)naiw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, A suspended matter in urine, Hp.Epid.1.26. ζ, Orib.Syn.6.4.7. II outer part of an extension apparatus for broken limbs, Gal.18(2).581.

German (Pape)

[Seite 825] τό, das darin Schwebende, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναιώρημα: τό, τὸ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αἰωρούμενον ἢ ἐπιπλέον, ἀφρός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 983, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic.
1 materia en suspensión en la orina ἐ. ὑπόμελαν ἐόν Hp.Epid.1.26.7, cf. 3.1.3, Gal.6.252, 9.602, Aët.12.12, Orib.Syn.6.4.7, Steph.in Hp.Progn.186.7, Pall.Febr.14.
2 suspensorio de las esferas de un mecanismo para la extensión de miembros fracturados, Gal.18(2).581.

Greek Monolingual

το (Α ἐναιώρημα)
1. αυτό που αιωρείται μέσα ή επιπλέει στην επιφάνεια υγρού
2. (φαρμ.) διάλυμα στερεάς ουσίας που τα μόριά της δεν διαλύονται στο υγρό αλλά μετεωρίζονται μέσα σε αυτό
3. ιατρ. το εξωτερικό μέρος συσκευής που εκτείνει σπασμένο μέλος του σώματος.