δικτυώδης

From LSJ
Revision as of 07:04, 23 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠώδης Medium diacritics: δικτυώδης Low diacritics: δικτυώδης Capitals: ΔΙΚΤΥΩΔΗΣ
Transliteration A: diktyṓdēs Transliteration B: diktyōdēs Transliteration C: diktyodis Beta Code: diktuw/dhs

English (LSJ)

ες, A = δικτυοειδής, Sch.Ar.V.99, Poll.4.116. II Subst. δικτυῶδες, τό, = δικτυῶδες πλέγμα, Hp.Ep.19 (Hermes 53.69).

German (Pape)

[Seite 630] ες, = δικτυοειδής, Schol. Ar. Vesp. 99.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυώδης: -ες, (εἶδος) = δικτυοειδής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 99.

Spanish (DGE)

-ες
reticulado, en forma de red, ἀγρηνόν, τὸ δ' ἦν πλέγμα ἐξ ἐρίων δικτυῶδες περὶ πᾶν τὸ σῶμα Poll.4.116, κημὸς ... ἔστι δὲ πλέγμα δικτυῶδες καὶ ἠθμῶδες Sch.Ar.V.99b, ἄρκυες Eust.987.28.

Greek Monolingual

δικτυώδης, -ες (Α) δίκτυον
δικτυοειδής, δικτυωτός.