μηνιεῖος
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
α, ον, = μηνιαῖος, Eudox.Ars 15.17; μηνιεῖα, τά, monthly rations, UPZ112 ii 6, viii 11 (ii B.C.); μηνιεῖος (sc. λόγος) τοῦ λοιπογραφομένου σίτου PGoodsp.Cair.7.7 (ii B.C.).
Greek Monolingual
μηνιεῑος, -α, -ον (Α)
1. ο μηνιαίος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῖα
μηνιαία σιτηρέσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. -ιεῖος (πρβλ. ταλαντ-ιείος)].