συκομάμμας

From LSJ
Revision as of 19:31, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκομάμμας Medium diacritics: συκομάμμας Low diacritics: συκομάμμας Capitals: ΣΥΚΟΜΑΜΜΑΣ
Transliteration A: sykomámmas Transliteration B: sykomammas Transliteration C: sykomammas Beta Code: sukoma/mmas

English (LSJ)

ου, ὁ, poltroon, Sch.Pl.Alc.1.118e; cf. βλιτομάμμας.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκομάμμας: ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, εὐήθης, μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. βλιτομάμμας.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ευήθης, χαζός ή μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μάμμη (πρβλ. βλιτο-μάμμας)].