συνενοχή

From LSJ
Revision as of 20:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ενοχή πολλών ατόμων για την ίδια αιτία
2. (νομ.) κοινή υπαιτιότητα σε αξιόποινη πράξη («αποδείχθηκε η συνενοχή του στο έγκλημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνένοχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ε. Β. Δελβινιώτη].