συνεκδρομικῶς

From LSJ
Revision as of 20:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκδρομικῶς Medium diacritics: συνεκδρομικῶς Low diacritics: συνεκδρομικώς Capitals: ΣΥΝΕΚΔΡΟΜΙΚΩΣ
Transliteration A: synekdromikō̂s Transliteration B: synekdromikōs Transliteration C: synekdromikos Beta Code: sunekdromikw=s

English (LSJ)

Adv. approximately, λέγειν Sch.Iamb. in Nic.p.131 P., Sch. Th. 1.10.

German (Pape)

[Seite 1012] εἰπεῖν, im Allgemeinen sprechen, Schol. Thuc.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. κατ' αναλογία
2. κατά προσέγγιση
3. συνεκδοχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκδρομή «αναλογία» + επιρρμ. κατάλ. -ικῶς μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. συνεκδρομικός].