σύμπλεξη

From LSJ
Revision as of 20:11, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

η / σύμπλεξις, -έξεως, ΝΑ συμπλέκω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπλέκω
νεοελλ.
τεχνολ. η σύνδεση τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, κυρίως στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη μετάδοση της περιστροφικής κίνησης του ενός στο άλλο
αρχ.
το πολύπλοκο, το ακανόνιστο του σφυγμού.