δεκατάλαντος

From LSJ
Revision as of 10:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰτᾰλαντος Medium diacritics: δεκατάλαντος Low diacritics: δεκατάλαντος Capitals: ΔΕΚΑΤΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: dekatálantos Transliteration B: dekatalantos Transliteration C: dekatalantos Beta Code: dekata/lantos

English (LSJ)

ον, weighing or worth ten talents, λίθος Ar.Fr.276; δίκη δ. an action in which the damages were laid at ten talents, Aeschin.2.99.

Spanish (DGE)

(δεκᾰτάλαντος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
1 de diez talentos de peso λίθος Ar.Fr.286, λίθος δ. ὁλκήν Plu.Marc.15, ἄγκυρα Them.in Ph.132.23, βάρος Them.in Ph.207.16
subst. τὸ δ. peso de diez talentos Poll.9.54.
2 que vale diez talentos δ. δίκη proceso en el que se reclaman diez talentos Aeschin.2.99, δωρεαί Luc.Tim.12, γῄδιον Philostr.VS 615.

German (Pape)

[Seite 543] von zehn Talenten, λίθος, zehn Talente schwer, Ar. bei Poll. 9, 53; δεκατάλαντον καταφαγών Men. Poll. 9, 76; δίκη Aesch. 2, 99; δωρεαί Luc. Tim. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δεκατάλαντος: -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων δέκα τάλαντα, λίθος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 264, πρβλ. Μένανδ. Παρακατ. 5· - δίκη δ., διαδικασία, καθ' ἣν ἡ ζημία ὡρίζετο εἰς δέκα τάλαντα, Αἰσχίν. 41. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vaut dix talents, de dix talents.
Étymologie: δέκα, τάλαντον.

Greek Monolingual

δεκατάλαντος, -ον (AM)
όποιος έχει βάρος ή αξία δέκα ταλάντων
αρχ.
φρ. «δεκατάλαντος δίκη» — διαδικασία κατά την οποία η ζημία οριζόταν σε δέκα τάλαντα.

Greek Monotonic

δεκατάλαντος: -ον (τάλαντον), ισάξιος με δέκα τάλαντα· δίκη δεκ., διαδικασία, κατά την οποία οι ζημιές υπολογίζονται στα δέκα τάλαντα, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

δεκατάλαντος:
1) весом в десять талантов (λίθος Arph.);
2) стоимостью в десять талантов (δωρεαί Luc.);
3) касающийся суммы в десять талантов (δίκη Aeschin.).

Middle Liddell

τάλαντον
worth ten talents: δίκη δεκ. an action in which the damages were laid at ten talents, Aeschin.