διαζητέω

Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

A search through, examine, Ar.Eq.1292, Pl.Plt.258b, etc. II seek out, invent, λόγους εὖ διεζητημένους Ar.Th. 439.

Spanish (DGE)

investigar, examinar διεζήτηχ' ὅποθεν ... ἐσθίει Κλεώνυμος Ar.Eq.1291, τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Pl.Plt.258b, ἐντιθεὶς εἰς βάθος τὴν χεῖρα χάριν τοῦ διαζητῆσαί τι τῶν ἐν αὐτῷ Gal.18(1).552, en v. pas. λόγους ἀνηῦρεν εὖ διεζητημένους Ar.Th.439
abs. realizar una investigación, POxy.237.8.21, PMerton 101.3 (ambos II d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

διαζητέω: μέλλ. -ήσω, ζητῶ ἐπιμελῶς, ἐξετάζω ἀκριβῶς, Εὔπολ. (;) ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. 577, Πλάτ. Πολιτ. 258Β. ΙΙ. εὑρίσκω, ἐφευρίσκω, λόγους Ἀριστοφ. Θεσμ. 439.

Russian (Dvoretsky)

διαζητέω:
1) рассматривать, исследовать (τινα Plat.);
2) изыскивать, выдумывать (ποικίλους λόγους Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-ζητέω nauwkeurig zoeken.