διατινάσσω

Revision as of 11:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

A shake asunder, shake to pieces, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363; τὰ δώματα E.Ba.606: fut. Med. in pass. sense, ib.587 (lyr.). II shake violently, κάρα δ. ἄνω κάτω Id.IT282; shake out, στρώματα Hierocl.p.63A.

Spanish (DGE)

(διατῐνάσσω) 1 tr. en v. act. sacudir violentamente hasta deshacer, hacer tambalearse ἐπὴν σχεδίην ... διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363 (tm.), δῶμα E.Ba.606, en v. pas. τὰ Πενθέως μέλαθρα διατινάξεται el palacio de Penteo será destruido E.Ba.587
gener. agitar, sacudir κάρα ... ἄνω κάτω E.IT 282, στρώματα Hierocl.Exc.63.20, cf. Aristo Phil.13.3, Alciphr.4.19.2, Heb.Ib.16.12, en v. pas. πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plu.2.321e
por ext. tañer ταῖς χερσὶ τὰς χορδάς Ach.Tat.1.5.4.
2 intr. en v. med.-pas. agitarse, moverse al bailar, Aq.2Re.6.16, (νοσῶν) ἔφη ... διατετινάχθαι (el enfermo) dijo que sufría convulsiones Aesop.180.

German (Pape)

[Seite 607] durch-, hin- u. herschütteln; ἄνω κάτω Eur. I. T. 282; δῶμα Bacch. 606; διατετινάχθαι Aesop. 43; – auseinander schütteln, zertrümmern, σχεδίην Od. 5, 363, in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur. Bacch. 587.

Greek (Liddell-Scott)

διατῐνάσσω: μέλλ. -ξω, τινάσσω δυνατά, τινάσσων συντρίβω, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Ὀδ. Ε. 363· τά δώματα Εὐρ. Βάκχ. 600· μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., αὐτόθι 588. ΙΙ. κινῶ μετὰ βίας, κάρα δ. ἄνω κάτω ὁ αὐτ. Ι. Τ. 282.

French (Bailly abrégé)

ao. διετίναξα;
secouer en tous sens : κάρα δ. ἄνω κάτω EUR faire de la tête des signes véhéments.
Étymologie: διά, τινάσσω.

Greek Monolingual

διατινάσσω (Α)
1. τινάσσω ισχυρά, συντρίβω τινάζοντας
2. σείω, κινώ βίαια.

Greek Monotonic

διατῐνάσσω: μέλ. -ξω,
I. τινάζω δυνατά, συντρίβω τινάζοντας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
II. κουνώ με βία, αναταράζω με δύναμη, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τινάσσω hevig doen schudden, verbrijzelen, ook in tmes.:. ἐπὴν σχεδίην... διὰ κῦμα τινάξῃ toen een golf het vlot verbrijzeld had Od. 5.363; κάρα διετίναξ’ ἄνω κάτω hij schudde zijn hoofd op en neer Eur. IT 282.

Russian (Dvoretsky)

διατῐνάσσω:
1) расшатывать, разносить в щепы (σχεδίην Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.);
2) качать, мотать (κάρα ἄνω κάτω Eur.).

Middle Liddell

fut. ξω
I. to shake asunder, shake to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in pass. sense, Eur.
II. to shake violently, Eur.