δυσήκοος
εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot
English (LSJ)
ον, A hard of hearing, ὦτα Ph.2.35; δυσήκοος ὦ Στρατονίκη, epitaph in Inscr.Mus.Alex.299 (iii B. C.); disobedient, Plu.2.13f. II ill-sounding, terrible to hear, prob. in S. Fr.220; unpleasant to the ear, Demetr.Eloc.48, Poll.2.117, Philostr. VS1.12; of an orator, Eun.VSp.456 B.
Spanish (DGE)
-ον
I de palabras
1 desagradable, duro de oír, terrible de oír s. cont., S.Fr.220.
2 difícil de entender τῷ αἰνιγματώδει τῶν λόγων ... δ. de un orador, Eun.VS 457
•neutr. subst. dificultad de entender διὰ τὸ τοῦ λόγου δ. Eust.106.13.
II de sonidos, voces, ruidos, sent. fís.
1 desagradable al oído δ. ἡ τῶν γραμμάτων σύμπληξις ref. la cacofonía, Demetr.Eloc.48, τὴν πηδῶσαν ... ἠχὼ ἐς τὰ ὄρη δυσήκοον Philostr.VA 6.26.
2 difícil de oír δυσηκόους τῷ ψόφῳ τὰς φωνάς voces difíciles de oír por el ruido Plu.2.722a, cf. Poll.2.117, Philostr.VS 496.
III de pers.
1 que oye con dificultad, sordo ὦτα por la vejez, Ph.2.35, πρὸς τοὺς ὑποκώφους, εἴτε δυσκώφους εἴτε δυσηκόους Gal.12.650, cf. App.Anth.3.158.
2 que no quiere oír, desinteresado en oír πρὸς τὰς ἐπιτιμήσεις δ. Plu.2.13f, τὸν ἀπειθῆ λαὸν καὶ δυσήκοον de los judíos, Ast.Am.Hom.7.1.1
•que no atiende las súplicas, prob. de una divinidad IMEG 29 (heleníst.).
IV adv. -ως: δ. ἔχειν oír mal Eust.1278.56.
German (Pape)
[Seite 680] 1) schwer hörend, Ep. ad. 445 (App. 304); schwer zu hören, φωνή Philostr., wie Poll. 2, 117. – 2) ungehorsam, πρὸς τὰς ἐπιτιμήσεις Plut. educ. lib. 19.
Greek (Liddell-Scott)
δυσήκοος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀκούων, βαρήκοος, Ἀνθ. Π. παραρτ. 304· ἀπειθής, Πλούτ. 2. 13F. ΙΙ. ὃν δυσκόλως ἀκούει τις, Φιλόστρ. 496.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 indocile;
2 difficile à entendre.
Étymologie: δυσ-, ἀκούω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσήκοος, -ον)
βαρήκοος
αρχ.
1. απείθαρχος
2. φοβερός στην ακοή
3. αυτός που ακούγεται δύσκολα ή δυσάρεστα.
Greek Monotonic
δυσήκοος: -ον (ἀκούω), βαρήκοος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσήκοος:
1) плохо слышащий, тугоухий Anth.;
2) плохо слышный (φωναί Plut.);
3) неслушающийся, непокорный (πρός τι Plut.).