γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
adj.
P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, σύμμετρος, εὐσχήμων. Ar. and P. πρεπώδης, V. ἐπεικώς, προσεικώς, συμπρεπής.
Seasonable: P. and V. καίριος, ἐπίκαιρος; see seasonable.