ἀνταπαμείβομαι
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
Med., obey in turn, ῥήτραις Tyrt.4.6.
Spanish (DGE)
(ἀνταπᾰμείβομαι)
responder a su vez c. instrum. εὐθείαις ῥήτραις con decretos justos Tyrt.3.8, c. ac. Ἐρατὼ δ' ἀνταπάμειπτο τάδε respondió a Erato lo que sigue Call. en PAnt.113.1(a).10.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen erwiedern, Tyrt. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπᾰμείβομαι: μέσ., ὑπακούω ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, μ. δοτ. ἔπειτα δὲ δημότας ἄνδρας εὐθείας ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους Τυρταῖ. 4 (2), 6.
French (Bailly abrégé)
rendre la pareille ; LSJ obéir à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀπαμείβομαι.
Greek Monolingual
ἀνταπαμείβομαι (Α)
ανταποκρίνομαι, υπακούω κι εγώ.
Greek Monotonic
ἀνταπᾰμείβομαι: μέλ. -ψομαι, Μέσ., υπακούω με τη σειρά μου, τινί, σε Τυρτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταπαμείβομαι: отвечать тем же, т. е. в свою очередь повиноваться (ῥήτραις Tyrtaeus ap. Plut.).