ἀνταπαμείβομαι

From LSJ
Revision as of 13:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταπᾰμείβομαι Medium diacritics: ἀνταπαμείβομαι Low diacritics: ανταπαμείβομαι Capitals: ΑΝΤΑΠΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
Transliteration A: antapameíbomai Transliteration B: antapameibomai Transliteration C: antapameivomai Beta Code: a)ntapamei/bomai

English (LSJ)

Med., obey in turn, ῥήτραις Tyrt.4.6.

Spanish (DGE)

(ἀνταπᾰμείβομαι)
responder a su vez c. instrum. εὐθείαις ῥήτραις con decretos justos Tyrt.3.8, c. ac. Ἐρατὼ δ' ἀνταπάμειπτο τάδε respondió a Erato lo que sigue Call. en PAnt.113.1(a).10.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen erwiedern, Tyrt. 8, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταπᾰμείβομαι: μέσ., ὑπακούω ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, μ. δοτ. ἔπειτα δὲ δημότας ἄνδρας εὐθείας ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους Τυρταῖ. 4 (2), 6.

French (Bailly abrégé)

rendre la pareille ; LSJ obéir à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀπαμείβομαι.

Greek Monolingual

ἀνταπαμείβομαι (Α)
ανταποκρίνομαι, υπακούω κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀνταπᾰμείβομαι: μέλ. -ψομαι, Μέσ., υπακούω με τη σειρά μου, τινί, σε Τυρτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταπαμείβομαι: отвечать тем же, т. е. в свою очередь повиноваться (ῥήτραις Tyrtaeus ap. Plut.).

Middle Liddell


Mid. to obey in turn, τινι Tyrtae.