ἀπαμπίσχω
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
A take off, ἐσθῆτα Ph.2.43:—Med., doff, 1.653: and metaph., ψυχὴ ἀ. τὸ ἀδικεῖν ib.569. II metaph., lay bare, reveal, 2.74, al.
Spanish (DGE)
1 quitarse, desvestirse τὴν ἐσθῆτα Ph.2.43, tb. en v. med., Ph.1.653
•fig. ἀπαμπισχομένην τὸ ἀδικεῖν ψυχήν Ph.1.569.
2 darse a conocer μόνοις ὑμῖν Ph.2.74.
German (Pape)
[Seite 277] nur ἀπαμπισχεῖν aor., auskleiden, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαμπίσχω: ἀπεκδύω, πάντα ἀπαμπίσχοντες καὶ ἀπογυμνοῦντες Φίλων 2. 74, 47 κτλ.
Greek Monolingual
ἀπαμπίσχω (Α)
1. βγάζω (κυρίως ένδυμα)
2. αφαιρώ, απομακρύνω
3. αποκαλύπτω, φανερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. απ(ο)- + αμπίσχω, παράλληλος τ. του αμπέχω «περικαλύπτω»].