ἅρπαγμα
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ατος, τό, A booty, prey, Lyc. 87, LXX Jb.29.17, al.: in plural, ib.Ez.22.25. 2 ἅ. εὐτυχίας windfall, Plu.2.330d; οὐχ ἅ. οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαί τι Hld.7.20.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 robo ἐπὶ ἅρπαγμα μὴ ἐπιποθεῖτε LXX Ps.61.11, cf. Si.16.13
•rapto ref. al de Helena, fig. τρήρωνος ... ἅ. Lyc.87
•οὐχ ἅ. οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαι τὸ πράγμα ni robar ni encontrar nada Hld.7.20.4, ἅ. τὸ ῥηθὲν ποεῖσθαι arrebatar, cortar la palabra Hld.8.7.1.
2 presa, botín ὡς λέοντες ... ἁρπάζοντες ἁρπάγματα LXX Ez.22.25, cf. Ib.29.17, Ael.NA 15.2, c. gen. ἅ. τοῦ πονηροῦ Phys.A 115.5
•ἅ. εὐτυχίας ganancia inesperada, ganga Plu.2.330d.
3 porción, parte separada o arrebatada σπέρμα ἐστὶν ἀνθρώπου ὃ μεθίησιν ἄνθρωπος μεθ' ὑγροῦ ψυχῆς μέρους ἅρπαγμα Zeno Citieus 128.
German (Pape)
[Seite 358] τό, das Geraubte, Raub, Aesch. 3, 222 τὰ περὶ τὰς τριήρεις ἁρπάγματα; Plut.; was man freudig als einen Fund ergreift, Heliod.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet ravi, butin.
Étymologie: ἁρπάζω.
Greek Monolingual
το (Α ἅρπαγμα) αρπάζω νεοελλ. η αρπαγή
αρχ.
1. η λεία
2. κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία.
Russian (Dvoretsky)
ἅρπαγμα: ατος τό похищенное, захваченное, добыча Aeschin., Plut.