ἐμίν
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἐμίνγα, ἐμίνη, v. ἐγώ.
Spanish (DGE)
v. ἐγώ.
German (Pape)
[Seite 807] dor. = ἐμοί, auch ἐμίνη u. ἔμινγα, = ἔμοιγε, Apoll. D. pron. 364.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμίν: ἐμίγα, ἐμίνη, ἴδε ἐγώ.
French (Bailly abrégé)
dat. dor. de ἐγώ.
Greek Monotonic
ἐμίν: ἐμίνγα, Δωρ. αντί ἐμοί, ἐμοίγε, δοτ. του ἐγώ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμίν: (ῑ) дор. dat. к ἐγώ.