ἐνοχή

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοχή Medium diacritics: ἐνοχή Low diacritics: ενοχή Capitals: ΕΝΟΧΗ
Transliteration A: enochḗ Transliteration B: enochē Transliteration C: enochi Beta Code: e)noxh/

English (LSJ)

ἡ, liability, obligation, PIand.48.11 (vi A. D.), etc.; ἀγωγὴ καὶ ἐ. conduct and responsibility of a transaction, POxy.133.7 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 jur. obligación, responsabilidad legal en contratos o transacciones, como trad. de lat. obligatio τῆς ἐν[ο] χῆς τοῦ χειρισμοῦ τῶν πραγμάτων ... ἐλευθερωθήσει quedarás libre de la obligación de un inventario de la propiedad, POxy.3627.9 (IV d.C.?), cf. SB 7033.65 (V d.C.), PMasp.131re.3 (VI d.C.), unido a ἀγωγήacción legal’ διὰ Μηνᾶ ... προσπορίζοντος τῷ ἰδίῳ δεσπότῃ ... τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν por mediación de Menas que asume para su dueño la acción y responsabilidad de la transacción POxy.133.7, cf. 2478.7 (ambos VI d.C.), Iust.Const.δέδωκεν 7e
en cont. no jur. responsabilidad ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων λυτρωθῆναι Rom.Mel.35.proem.5.
2 dud., quizá culpa relig. expiada mediante la erección de una estela o pena, castigo consistente en dicha erección Διονύσις τὴν ἐνοχὴν ἀνέθηκα Hell.10.14 (Hierápolis), v. ἐνέχω B Iv.

German (Pape)

[Seite 851] ἡ, das Gehalten-, Verbundensein, die Verbindlichkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοχή: ἡ, τὸ ἐνέχεσθαι, μεταγεν. λέξις, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

η (Μ ἐνοχή) ενέχω
1. υπαιτιότητα, ευθύνη για αξιόποινη πράξη
2. παράπτωμα, σφάλμα
3. ανάληψη ευθύνης που απορρέει από κάποιο αξίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) η σχέση εξαιτίας της οποίας υποχρεώνεται κάποιος «εις παροχήν», οι δεσμοί που δημιουργούνται μεταξύ δανειστή και οφειλέτη.