ἐννευρόκαυλος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ον, with fibrous stalk, Thphr.HP6.1.4.
Spanish (DGE)
-ον
bot. de tallo o tronco fibroso (φύλλα) Thphr.HP 6.1.4.
German (Pape)
[Seite 847] mit sehnigem, fasrigem Stengel, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννευρόκαυλος: -ον, ἔχων καυλὸν νευρώδη, δηλ. πλήρη ἰνῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4.
Greek Monolingual
ἐννευρόκαυλος, -ον (Α) νευρόκαυλος
(για φυτά) αυτός που έχει νευρώδη καυλό, δηλ. στέλεχος, βλαστό, κορμό γεμάτο ίνες, νεύρα.